κομματίας

κομματίας
κομματίας, ὁ (Α)
αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις κατά την ομιλία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, -ατος «μικρό μέρος περιόδου, κώλον» + επίθημα -ίας (πρβλ. δογματ-ίας, τραυματ-ίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κομματίας — κομματίᾱς , κομματίας one who speaks in short clauses masc acc pl κομματίᾱς , κομματίας one who speaks in short clauses masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομματίου — κομμάτιον small logs neut gen sg κομματίας one who speaks in short clauses masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”